- κληρονόμει
- κληρονομέωinheritpres imperat act 2nd sg (attic epic)κληρονομέωinheritimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληρονομεῖ — κληρονομέω inherit pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κληρονομέω inherit pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοκληρονομία — η (Μ ἀλληλοκληρονομία) [ἀλληλοκληρονομῶ] 1. το να κληρονομεί ο ένας τον άλλον 2. ειδικότερα, ο κατά το ρωμαϊκό δίκαιο θεσμός να κληρονομεί ο σύζυγος που επιζεί αυτόν που πρωτοπέθανε … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
κληρονόμημα — το (Α κληρονόμημα) [κληρονομώ] η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος … Dictionary of Greek
ξενοκληρία — η 1. η κληρονομιά τών ξένων 2. φρ. «ξενοκληρίας δικαίωμα» (στον μεσαίωνα) το δικαίωμα τού ηγεμόνα να κληρονομεί όποιον πέθαινε στην επικράτειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κλῆρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Διομ. Κυριάκο] … Dictionary of Greek
ομόκληρος — ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία 2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλῆρος (πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek
συγκληρονόμος — ο /συγκληρονόμος, ον, ΝΑ [κληρονόμος] (κυρίως το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η συγκληρονόμος αυτός που κληρονομεί από κοινού με άλλον ή με άλλους νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) (αστ. δίκ.) αυτός που μετέχει σε κληρονομική διαδοχή βάσει… … Dictionary of Greek
συναναπέμπω — ΜΑ μσν. 1. αναγνωρίζω ως συγκληρονόμο 2. (κατά τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ» αρχ. αναπέμπω μαζί, στέλνω μαζί προς τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek